όρχεις

όρχεις
(Ανατ.). Αρσενικοί γεννητικοί αδένες, που παράγουν τα σπερματοζωάρια και το μεγαλύτερο μέρος της αντρικής γεννητικής ορμόνης. Είναι δύο, έχουν σχήμα ωοειδές και βρίσκονται μέσα σε δερμάτινους χιτώνες. Το πάνω άκρο τους, που καλύπτεται από την επιδιδυμίδα, είναι το σημείο από το οποίο μπαίνουν σε αυτούς η αρτηρία και οι σπερματικές φλέβες. Περιβάλλονται από τον ινομυώδη δαρτό χιτώνα και τους δύο ελυτροειδείς χιτώνες και εξωτερικά από το όσχεο. Η λειτουργία τους είναι εξωκρινής και ενδοκρινής. Από την εξωκρινή λειτουργία παράγονται τα σπερματοζωάρια, τα οποία φτάνουν στην επιδιδυμίδα από τα σπερματικά σωληνάρια και τους κωνοειδείς πόρους. Η ενδοκρινής λειτουργία γίνεται από τα διάμεσα κύτταρα, τα οποία εκκρίνουν τις ορμόνες του αρσενικού, η κυριότερη από τις οποίες είναι η τεστοστερόνη. Στις ορμόνες αυτές οφείλονται τα δευτερογενή χαρακτηριστικά του φύλου. Πρόκειται δηλαδή για βασικό όργανο της λειτουργίας της αναπαραγωγής στον άντρα. Στα έμβρυα βρίσκονται αρχικά στην κοιλιά τους και, λίγο πριν τη γέννηση, κατεβαίνουν διαμέσου του βουβωνικού πόρου στο όσχεο. Μερικές φορές όμως δεν κατεβαίνουν (κρυψορχία), γεγονός που προκαλεί ατροφία και ανωμαλία στη λειτουργία της αναπαραγωγής.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ὄρχεις — ὄρχις testicle fem nom/voc pl (attic epic) ὄρχις testicle fem nom/acc pl (attic) ὄρχις testicle fem nom pl (attic epic ionic) ὀρχέω dance imperf ind act 2nd sg (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανδρογόνα — Στεροειδείς ορμόνες. Οι σπουδαιότερες είναι η τεστοστερόνηκαι η ανδροστενδιόνη που παράγονται στους όρχεις. Η ανδροστενδιόνη και το παράγωγό της 11 υδροξυανδροστενδιόνη εκκρίνονται επίσης από τον φλοιό των επινεφριδίων, τόσο των αρσενικών όσο και …   Dictionary of Greek

  • ένορχος — η, ο (AM ἔνορχος, ον) 1. αυτός που έχει όρχεις (σε αντίθεση με τον ευνουχισμένο) 2. εκείνος που έχει πλήρως ανεπτυγμένους ορχεις (σε αντίθεση με τον ανήλικο). [ΕΤΥΜΟΛ. < εν + όρχις κατά τα σε ος] …   Dictionary of Greek

  • γονίδιο — Διακεκριμένη κληρονομική μονάδα, διατεταγμένη σε γραμμική μορφή κατά μήκος των χρωμοσωμάτων, που καθορίζει τα χαρακτηριστικά ενός οργανισμού. Το καθένα από τα γ. είναι ο κληρονομικός παράγοντας, υπεύθυνος για κάποιο χαρακτηριστικό ή λειτουργία.… …   Dictionary of Greek

  • ορμόνες — Ουσίες που επεξεργάζεται ο ζωικός οργανισμός και οι οποίες όταν εισέρχονται στην αιματική κυκλοφορία μεταφέρονται στα διάφορα όργανα για να διεγείρουν τη λειτουργία τους· οι ο. προορίζονται πράγματι για να ρυθμίζουν την ισορροπία μεταξύ των… …   Dictionary of Greek

  • ουρογεννητικό σύστημα — (Ανατ.). Τα όργανα που στον άνθρωπο προορίζονται για τον σχηματισμό και την αποβολή των ούρων, καθώς και εκείνα που αποσκοπούν στην αναπαραγωγή, μπορεί να θεωρηθούν ως ένα σύστημα εξαιτίας της κοινής εμβρυολογικής προέλευσης τους. Στον ενήλικο, η …   Dictionary of Greek

  • Cynorkis — Соцветие Cynorkis villosa …   Википедия

  • αβγό — (γράφεται και αυγό). Ο τύπος α. προέρχεται από το μεσαιωνικό αβγόν και αυτό από το αρχαίο ωόν.Ο Γ. Χατζηδάκις αναφέρει σχετικά με τις φωνητικές εξελίξεις του νεότερου από το αρχαίο, τα εξής: από τον πληθυντικό του αρχαίου τα ωά προκύπτει ο τύπος… …   Dictionary of Greek

  • αδίδυμος — ἀδίδυμος, ον (Μ) [δίδυμος] αυτός που δεν έχει διδύμους (όρχεις) …   Dictionary of Greek

  • ακοπάνιστος — η, ο 1. αυτός που δεν έχει κοπανιστεί, δεν έχει χτυπηθεί με κόπανο για να τριφτεί «ακοπάνιστο αλάτι», ή στο αλώνισμα «ακοπάνιστο σιτάρι», για να αφαιρεθεί το βούτυρο «ακοπάνιστο γάλα», για να φύγουν οι λεκέδες «ακοπάνιστα ρούχα», «ακοπάνιστες… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”