- όρχεις
- (Ανατ.). Αρσενικοί γεννητικοί αδένες, που παράγουν τα σπερματοζωάρια και το μεγαλύτερο μέρος της αντρικής γεννητικής ορμόνης. Είναι δύο, έχουν σχήμα ωοειδές και βρίσκονται μέσα σε δερμάτινους χιτώνες. Το πάνω άκρο τους, που καλύπτεται από την επιδιδυμίδα, είναι το σημείο από το οποίο μπαίνουν σε αυτούς η αρτηρία και οι σπερματικές φλέβες. Περιβάλλονται από τον ινομυώδη δαρτό χιτώνα και τους δύο ελυτροειδείς χιτώνες και εξωτερικά από το όσχεο. Η λειτουργία τους είναι εξωκρινής και ενδοκρινής. Από την εξωκρινή λειτουργία παράγονται τα σπερματοζωάρια, τα οποία φτάνουν στην επιδιδυμίδα από τα σπερματικά σωληνάρια και τους κωνοειδείς πόρους. Η ενδοκρινής λειτουργία γίνεται από τα διάμεσα κύτταρα, τα οποία εκκρίνουν τις ορμόνες του αρσενικού, η κυριότερη από τις οποίες είναι η τεστοστερόνη. Στις ορμόνες αυτές οφείλονται τα δευτερογενή χαρακτηριστικά του φύλου. Πρόκειται δηλαδή για βασικό όργανο της λειτουργίας της αναπαραγωγής στον άντρα. Στα έμβρυα βρίσκονται αρχικά στην κοιλιά τους και, λίγο πριν τη γέννηση, κατεβαίνουν διαμέσου του βουβωνικού πόρου στο όσχεο. Μερικές φορές όμως δεν κατεβαίνουν (κρυψορχία), γεγονός που προκαλεί ατροφία και ανωμαλία στη λειτουργία της αναπαραγωγής.
Dictionary of Greek. 2013.